- ἄρτι
- только что, недавно
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἄρτι — just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- — ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi English meaning: to move, pass Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen” Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move … Proto-Indo-European etymological dictionary
άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… … Dictionary of Greek
απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως … Dictionary of Greek
αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… … Dictionary of Greek
αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… … Dictionary of Greek